Baker - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Baker - translation to γαλλικά

PERSON WHO PROFESSIONALLY PRODUCES AND OPTIONALLY SELLS BREADS, ROLLS, BISCUITS OR COOKIES, AND OTHER PASTRY
Bakers; Bread baker; Breadbaker; Bread-baker; Making bread
  • A medieval baker and his apprentice
  • ''The Baker'' (c. 1681); [[oil-on-canvas]] painting by [[Job Adriaensz Berckheyde]] (1630–1693) now held by the [[Worcester Art Museum]].
  • A [[rolling pin]] is used to work [[dough]].

Baker         
Baker, family name
bicarbonate de soude      
n. baking soda
cuisson         
n. baking, roasting, firing

Ορισμός

baker
(bakers)
1.
A baker is a person whose job is to bake and sell bread, pastries, and cakes.
N-COUNT
2.
A baker or a baker's is a shop where bread and cakes are sold.
They're freshly baked. I fetched them from the baker's this morning.
N-COUNT

Βικιπαίδεια

Baker

A baker is a tradesperson who bakes and sometimes sells breads and other products made of flour by using an oven or other concentrated heat source. The place where a baker works is called a bakery.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για Baker
1. Un jour, Lena Baker cherche à s‘échapper du moulin.
2. En quatre heures, Lena Baker est jugée et condamnée.
3. Pas de Schadenfreude, conseille Baker, ce serait contre–productif.
4. Je vais imiter Joséphine Baker en disant : jai deux amours.
5. En juillet 2003, lOnu " appuie " un nouveau plan présenté par Baker.